- ὠλεσίτεκνος
- ὠλεσί-τεκνος, ον,A child-murdering, Nonn.D.44.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠλεσίτεκνος — child murdering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… … Dictionary of Greek
ὠλεσίτεκνον — ὠλεσίτεκνος child murdering masc/fem acc sg ὠλεσίτεκνος child murdering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)